- στρεπτομυκητίδες
- οι, Νβιολ. οικογένεια βακτηρίων που ανήκει στην τάξη ακτινομύκητες και έχει ως τυπικό εκπρόσωπο το γένος στρεπτομύκητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεπτομύκητας — ο, Ν βιολ. γένος βακτηρίων που ανήκει στην οικογένεια στρεπτομυκητίδες τής τάξης ακτινομύκητες, με πολύπλοκη μορφή, ορισμένα είδη τού οποίου παράγουν αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και πολλά είδη είναι σημαντικά ως μικροοργανισμοί αποσύνθεσης τού… … Dictionary of Greek